- μονόπρακτος
- ος , ον , μονόπραχτος, η , ο одноактный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόπρακτος — η, ο 1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία») 2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα τού Μπρεχτ»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μονόπρακτος — η, ο ο μονόπραχτος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
τρίπρακτος — και τρίπραχτος, η, ο, Ν (για θεατρικό έργο) διαρθρωμένος σε τρεις πράξεις, αυτός που έχει τρεις πράξεις («τρίπρακτο δράμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πράξη (πρβλ. μονόπρακτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Μ. Ηλ. Χατζάκο] … Dictionary of Greek